- μηχανουργείο
- τοεργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται ή επισκευάζονται μηχανές: Άφησα το αυτοκίνητο στο μηχανουργείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανουργείο — το τεχνολ. εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής ή επισκευής μηχανών και εξαρτημάτων τους, καθώς και διαφόρων άλλων μεταλλικών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
μηχανοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής μηχανών, μηχανουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γκαράζ — το (λ. γαλλ.) 1. χώρος στεγασμένος για τη φύλαξη αυτοκινήτων: Στην αυλή θα κατασκευάσουμε γκαράζ. 2. μηχανουργείο όπου επισκευάζονται αυτοκίνητα, συνεργείο: Άφησα το αυτοκίνητο στο γκαράζ γιατί έπαθε σοβαρή ζημιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκολλητής — ο αυτός που κάνει τη συγκόλληση: Εργάζεται ως συγκολλητής σ ένα μηχανουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεργείο — το 1. ομάδα ατόμων που συνεργάζονται σε κάποιο ειδικό έργο: Το συνεργείο τους ανέλαβε τη μεταφορά υλικών. – Έφτασαν αργά τα συνεργεία διάσωσης. 2. μηχανουργείο: Άφησε το αυτοκίνητό του στο συνεργείο για επισκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)